- ανωμεριά
- η1. το επάνω μέρος2. περιοχή που βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο από κάποιαν άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Oia — Pour l’article homonyme, voir Oia pour le genre d araignée. Pour les articles homonymes, voir Oia (homonymie) … Wikipédia en Français
Οία — Oia Pour les articles homonymes, voir OIA. 36°28′N 25°22′E / … Wikipédia en Français
Ποταμιάνος, Θέμος — (1895 – 1973). Έλληνας λογοτέχνης, γεννημένος στην Ανωμεριά Πυλάρου της Κεφαλονιάς. Υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό ως οικονομικός αξιωματικός και αποστρατεύτηκε το 1935 με το βαθμό του αντιπλοιάρχου. Από το 1917 άρχισε να συνεργάζεται με… … Dictionary of Greek